-
1 κιρναω
(= κεράννυμι См. κεραννυμι)(только praes. и impf.)
1) смешивать (преимущ. вино с водой), разбавлять(μελίφρονα οἶνον Hom.)
2) наливать, наполнять(κρητῆρα οἴνου Her.)
3) придавать (свой) вкус:(ἥ κρήνη πικρέ) κιρνᾷ τὸν Ὕπανιν Her. горький источник делает горьким (реку) Гипанис
4) умерять, смягчать(τὸ τῆς φύσεως αὔθαδες Polyb.)
5) перен. разливать, рассыпать(κόμπον Pind.)
-
2 κιρνάω
κιρνάω and [suff] κῑονό-ημι, collat., esp. poet., forms of κεράννυμι, only [tense] pres. and [tense] impf.:—A mix wine with water, Hom. only in Od., μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ([tense] impf. of κιρνάω) 7.182, 10.356; κίρνη μελιηδέα οἶνον ([tense] impf. of κίρνημι) 14.78, 16.52; κιρνὰς αἴθοπα οἶνον (part.) 16.14; κιρνᾷ (v.l. κίρναται)κρητῆρα οἴνου Hdt.4.66
;κρατῆρα μελέων κίρναμεν Pi.I.6(5).3
; κόμπον κιρνάμεν to mix the cup of praise ib.5(4).25: inf.κιρνάναι Hp.Mul.2.113
; part.,κιρνάντες πόλιν Ar.Fr. 683
; [dialect] Aeol. κίρναις (ἐγ-) Alc.34 codd. (fort. κέρναις); κιρνῶντες Hdn.8.4.9
: [tense] impf.,ἐκίρνη φάρμακον App.Mith. 111
:—[voice] Med.,ἴσον ἴσῳ κίρνασθαι Ath.10.426b
;κιρνᾶται Id.11.476a
, A.D.Pron.74.7,κίρναται Com.Adesp.373
;χθὼν δὲ πᾶσα καὶ θάλασσα κίρναται τεὰν χάριν IG42(1).130.23
(Epid.); part.κιρνάμενος Pi.N.3.78
: [tense] impf. ἐκίρνατο (ἐν-) Com.Adesp.1203:—[voice] Pass.,ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται Pi.Fr. 181
;κρητῆρες κιρνέαται SIG57.11
(Miletus, v B.C.);ἡ φύσις καὶ τὰ κιρνάμενα ταύτῃ Phld.Ir.p.59
W.3 metaph., temper,μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως αὔθαδες Plb.4.21.3
.4 τὸ χρύσιον κέρναν ([dialect] Aeol.) ὐδαρέστερον alloy it, IG12(2).1.13 (Mytil., iv B.C.):—cf. ἀνα-, ἐγ-, ἐπι-, συγ-κίρνημι. -
3 αὐθ-άδης
αὐθ-άδης, ες (ἥδομαι), selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig, τρόποι αὐϑάδεις καὶ χαλεπ οί Plat. Legg. XII, 950 b u. öfter; vgl. Isocr. 1, 15, wo αὐϑ. διὰ τὸ σκυϑρωπόν dem φρόνιμος entgegensteht; bei Xen. Cyn. 6, 25 steht ein αὐϑ. κύων dem φιλάνϑρωπος entgegen; Aesch. setzt αὐϑάδης φρενῶν dem ταπεινός gegenüber, Prom. 909. Uebh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze, Aesch. Prom. 64; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit, Pol. 4, 21. – Adv. αὐϑάδως Ar. Ran. 1016; Plut. Thes. 1; αὐϑαδέστερον ἀπεκρίνατο Thuc. 8, 84.
-
4 αὐθάδης
αὐθ-άδης, selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig. Übh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit
См. также в других словарях:
κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek